χαμηλοθώρης

χαμηλοθώρης
ο
θηλ. χαμηλοθώρα αυτός που κατευθύνει τα βλέμματά του χαμηλά, ντροπαλός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμηλοθώρης — ο, θηλ. χαμηλοθώρα, Ν 1. αυτός που κατευθύνει τα βλέμματά του προς τα κάτω 2. μτφ. α) ντροπαλός β) ύπουλος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + θωρώ «κοιτώ, βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους …   Dictionary of Greek

  • χαμηλομάτης — α, ικο, Ν (κυριολ. και μτφ.) χαμηλοθώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + μάτης (< μάτι), πρβλ. μαυρο μάτης] …   Dictionary of Greek

  • χαμηλομάτης — ο θηλ. χαμηλομάτα χαμηλοθώρης, σεμνός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”